- ταμπουρέν
- Μικρό κρουστό μουσικό όργανο, που συνίσταται από ένα βαθύ κυλινδρικό κέλυφος, το επάνω χείλος του οποίου καλύπτεται από μια καλά τεντωμένη μεμβράνη. Το τ. είναι από τα βασικότερα κρουστά όργανα της λαϊκής μουσικής της Προβηγκίας, από το οποίο μάλιστα πήρε το όνομά του και ο γνωστός χορός. Το τ. ονομάζεται και προβηγκιανό ταμπούρο.
Dictionary of Greek. 2013.